Πλάτων, Φαίδων 86a-c
Ίσως, είπε ο Σωκράτης, να είναι αληθινή, φίλε μου, η εντύπωσή
σου. Πάντως πες μου πού δε μένεις
ικανοποιημένος.
Σ’ αυτό, είπε ο Σιμμίας, το επιχείρημα που θα μπορούσε να
πει κάποιος για την αρμονία, τη λύρα και τις χορδές· ότι δηλαδή η «αρμονία» είναι κάτι αόρατο, ασώματο, ωραιότατο και
θεϊκό σε μια καλοκουρντισμένη λύρα και ότι η λύρα και οι χορδές είναι σώματα
σωματοειδή, σύνθετα, γεώδη, και συγγενικά του θνητού· όταν λοιπόν ή σπάσει
κάποιος τη λύρα ή τη σχίσει στη μέση ή τσακίσει τις χορδές της, αν κάποιος
ισχυριστεί με το ίδιο επιχείρημα , όπως εσύ, ότι είναι φυσικό να υπάρχει ακόμα
η «αρμονία» και να μην έχει χαθεί, θα πει: δε θα υπάρχει κανένας τρόπος να
υπάρχει ακόμα λύρα, όταν θα έχουν σπάσει οι χορδές της, που η φύση τους είναι
παραπλήσια με τη φύση του θνητού, και να χαθεί πριν από το θνητό η «αρμονία»,
που έχει όμοια φύση με το αθάνατο και είναι συγγενική του· αλλά θα πει ότι
είναι φυσικό κάπου να υπάρχει αυτή η «αρμονία» και ότι πρωτύτερα θα σαπίσουν τα
ξύλα και οι χορδές, πριν πάθει κάτι εκείνη. Βέβαια, Σωκράτη, νομίζω ότι και συ ο ίδιος έχεις κάνει τη σκέψη αυτή,
ότι τέτοια θεωρούμε προπάντων ότι είναι η ψυχή σαν να είναι τεντωμένο το σώμα μας
και που συνεχίζεται από το θερμό και το ψυχρό, από το ξερό και το υγρό και
κάποια παρόμοια, ότι η ψυχή μας είναι ανάμειξη και «αρμονία» από αυτά, όταν αυτά
αναμειχθούν καλά και με μέτρο μεταξύ τους. Αν λοιπόν συμβαίνει να είναι η ψυχή μας
κάποια «αρμονία», είναι φανερό ότι, αν το σώμα μας χαλαρωθεί άμετρα ή αν
παρατεντωθεί από αρρώστιες και από άλλα κακά, είναι φυσικό να χαθεί αμέσως η
ψυχή, κι ας είναι πολύ όμοια με τη θεϊκή, όπως ακριβώς και οι άλλες «αρμονίες»
που υπάρχουν στους ήχους και σ’ όλα τα έργα των καλλιτεχνών· τα λείψανα του
σώματος του καθενός παραμένουν για πολύ καιρό, ωσότου ή κατακαούν ή σαπίσουν. Πρόσεξε
λοιπόν τι θα απαντήσουμε στο επιχείρημα αυτό, αν κάποιος υποστηρίζει με έμφαση
ότι η ψυχή μας είναι ανάμειξη των αντιθέσεων που υπάρχουν μέσα στο σώμα και ότι
με τον λεγόμενο θάνατο είναι η πρώτη που χάνεται.
μετάφραση: Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος
Παράλληλο Κείμενο
Απόσπασμα από τον καπετάν Μιχάλη του Νίκου Καζαντζάκη
-Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, παιδιά˙ ας πιούμε! Έκανε ο Στεφανής και ξαναγέμιζε τα ποτήρια. Έπινε τώρα τις γεμάτες ο κυρ Ιδομενέας, ήρθε στο κέφι, αραθύμησε δύσκολες κουβέντες˙ στράφηκε στον καπετάν Πολυξίγκη. – Ε Γιωργάκη, του κάνει, πιστεύεις στην ανάσταση, του λόγου σου; Στην αθανασία της ψυχής; Μα ο καπετάν Πολυξίγκης είχε κλείσει τα μάτια, το πρόσωπο του χαμογελούσε μέσα στο μεσόφωτο, περεχυμένο λάμψη. Δεν τον άκουσε. -Άσε τον, κυρ Ιδομενέα, είπε ο Κολυβάς, αυτός είναι την ώρα τούτη στους εφτά ουρανούς. –Να σου αποκριθώ εγώ, δάσκαλε, πετάχτηκε ο Βεντούζος. Αυτά τα μυστήρια που ξερωτάς, πρέπει για να τα καταλάβεις να ‘ σαι πιωμένος˙ είσαι πιωμένος; - Είμαι. –Άκου,το λοιπόν. Πήρε τη λύρα, την ξάπλωσε στα γόνατά του: - Τη θωράς ετούτη τη λύρα; Κοίτα καλά, ένα ένα, τα κομμάτια της˙ να οι κορδές, το καπάκι, το σκάφος της, η στρουφιχτή κορφή της που τη λένε κέρατο, να τα στριφτάλια που την κουρδίζουν, ορίστε και το δοξάρι με τα γερακοκούδουνα… - Το λοιπόν; - Το λοιπόν, αυτό είναι για να το ξέρεις το κορμί του ανθρώπου˙ τα πόδια, τα χέρια, τ΄άντερα, η κεφαλή του. Έπιασε το δοξάρι, άρχισε να παίζει, πότε άγριους λεβέντικους σκοπούς, πότε όλο πάθος μαχμουρλίδικους αμανέδες. Απότομα σταμάτησε: - Αυτό είναι η ψυχή του ανθρώπου, είπε˙ η μούζικα. Ο καπετάν Στεφανής ζύγωσε, γλυκομασουλίζοντας, άκουγε˙ ο Κολυβάς στρούφιζε το μουστάκι του και γελούσε.– Το λοιπόν! έκαμε ο Ιδομενέας˙ τί θες να πεις; - Ακόμα δεν μπήκες στο νόημα, κυρ Ιδομενέα, και μου λες πως είσαι και πιωμένος! Για πιες ακόμα μια, να σε χαρώ, ν’ ανοίξει το μυαλό σου! Γέμισε ένα ποτήρι, έβαλε τον Ιδομενέα με το ζόρι να το κατεβάσει: - Άκου τώρα : Αν δώσω μια και κάμω χίλια κομμάτια τη λύρα, τι γίνεται ο αχός της; Πού πάει η μούζικα; Μούζικα χωρίς λύρα γίνεται; Κοίταξε τον Ιδομενέα που είχε μείνει κόκαλο, τον Κολυβά που σκούσε στα γέλια και τον κουτσο- Στεφανή που ξεκοκάλιζε τη φτερούγα της όρνιθας. – Μούζικα χωρίς λύρα γίνεται; Ξαναρώτησε θριαμβευτικά˙ ψυχή χωρίς πόδια, χέρια,άντερα και κεφαλή γίνεται; Άσ’ τα στο διάολα το λοιπόν, μη τα σκαλίζεις! - Ο Κολυβάς μπήκε τώρα στη μέση:- Ποιός είναι ο λυράρης ; αυτό να μου πεις εμένα, Βεντούζο, είπε˙ ποιός βαστάει το δοξάρι και το περνάει στην κοιλιά μας και στ’ άντερά μας και παίζει; Αυτό να μου πεις εμένα˙ εδώ σε θέλω, κάβουρα, Τί λες, κυρ Ιδομενέα, και του λόγου σου; Εφτά γλώσσες έχεις. Βγάλε τη μία, μίλησε˙ ποιός είναι ο λυράρης; - Ο Θεός, αποκρίθηκε ο Ιδομενέας κατσουφιασμένος. – Μωρέ Βεντούζος να σου πετύχει! Έκαμε ο νεκροθάφτης κι έφτυσε έξω από το μνήμα διαολισμένος.Μιλούσαν αυτοί για ψυχές κι αθανασίες, κι ο καπετάν Πολυξίγκης, ακουμπησμένος στον τοίχο, ήταν στους εφτά ουρανούς…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου