Μετάφραση
Ένας άνδρας, Μάρδος στην καταγωγή, είχε επτά παιδιά. Το πιο μικρό από αυτά προκαλούσε πολλά βάσανα στους άλλους. Αρχικά, ο πατέρας προσπαθούσε να το συνετίσει με λόγια· επειδή όμως ( το παιδί ) δεν τον υπάκουε, το οδήγησε μπροστά στους δικαστές και κατήγγειλε με ακρίβεια όσα είχε αποτολμήσει αυτό και ζητούσε από τους δικαστές να καταδικάσουν σε θάνατο το νεαρό. Αυτοί εξεπλάγησαν και οδήγησαν και τους δύο (τον πατέρα και το παιδί ) μπροστά στον βασιλιά Αρταξέρξη. Και ενώ ο Μάρδος έλεγε τα ίδια, είπε ο βασιλιάς : «Αλήθεια, θα έχεις το θάρρος να αντέξεις να πεθάνει ο γιος σου ;». Κι αυτός είπε : «Βεβαιότατα! Γιατί, και όταν αφαιρώ τις πικρές παραφυάδες των μαρουλιών που φυτρώνουν, η μητέρα τους καθόλου δε λυπάται, αλλά πετάει περισσότερα φύλλα και γίνεται γλυκύτερη». Όταν άκουσε αυτά ο Αρταξέρξης, επαίνεσε βέβαια τον άνδρα και τον έκανε βασιλικό δικαστή, λέγοντας ότι αυτός που διατυπώνει τόσο δίκαιες κρίσεις για τα παιδιά του οπωσδήποτε και στις ξένες υποθέσεις θα είναι αυστηρός και αδέκαστος δικαστής, απάλλαξε όμως από την τιμωρία το νεαρό, απειλώντας τον με θάνατο, εάν αποδειχθεί ότι διαπράττει άλλες αδικίες.
Ουσιαστικά
Α’ Κλίση: δικαστής, νεανίας, τιμωρία, θριδακίνη, Αρταξέρξης
Β’ Κλίση: λόγος, νεανίσκος, θάνατος, υἱός
Γ’ Κλίση: παῖς, ἀνήρ, πατήρ, βασιλεύς, ἔκφυσις, μήτηρ, γένος
Επίθετα
ὁ πολύς- ἡ πολλή-τὸ πολύ
ὁ-ἡ ἀκριβής, τὸ ἀκριβές
ὁ γλυκύς-ἡ γλυκεῖα-τὸ γλυκύ
ἴδιος- α- ον
ὁ-ἡ αδέκαστος-τὸ αδέκαστον
ὁ πικρός- α-ον
εἷς-μία-ἕν
Αντωνυμίες
οὗτος-αὕτη-τοῦτο
ἄλλος-ἄλλη-ἄλλο
αὐτός-αὐτή αὐτό
ὅσος-ὄση-ὅσο
Ρήματα
εἶχεν: ἔχω
εἰργάζετο: ἐργάζομαι
ἐπειρᾶτο: πειράω-ῶ
θάλλει:θάλλω
ἐπείθετο: πείθομαι
ἤγαγε: ἄγω
ἐτετόλμητο: τολμάω-ῶ
κατηγόρησε: κατηγοράω-ῶ
ᾔτει: αἰτέω-ῶ
ἐξεπλάγησαν: ἐκπλήττομαι
ἤγαγον: ἄγω
ἔφη: φημί
τολμήσεις: τολμάω-ῶ
ἀφαιρῶ: ἀφαιρέω-ῶ
λυπεῖται: λυπέω-ῶ
γίνεται: γίγνομαι
ἐπῂνεσε: ἐπαινέω-ῶ
ἐποίησεν: ποιέω-ῶ
ἔσται: εἰμί
ἀφῆκε: ἀφίημι
φωραθῇ: φωράω-ῶ
ἐτετόλμητο: τολμάω-ῶ
κατηγόρησε: κατηγοράω-ῶ
ᾔτει: αἰτέω-ῶ
ἐξεπλάγησαν: ἐκπλήττομαι
ἤγαγον: ἄγω
ἔφη: φημί
τολμήσεις: τολμάω-ῶ
ἀφαιρῶ: ἀφαιρέω-ῶ
λυπεῖται: λυπέω-ῶ
γίνεται: γίγνομαι
ἐπῂνεσε: ἐπαινέω-ῶ
ἐποίησεν: ποιέω-ῶ
ἔσται: εἰμί
ἀφῆκε: ἀφίημι
φωραθῇ: φωράω-ῶ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου